Μπορεί σήμερα η ζωγραφική να προσεγγίσει μια πνευματική, υπερβατική κατάσταση, να οπτικοποιήσει το πέραν του ορατού, να μιλήσει για τα μη βλεπόμενα ή/και το όλως Άλλο; Αυτό είναι ένα πρωταρχικό ερώτημα που τίθεται στο έργο του Κάμι. Σε μια ιστορική περίοδο όπου η φιλοσοφία εγκαταλείπει το κατώφλι της μεταφυσικής, η ζωγραφική αποπειράται να το διασχίσει. Γοητεύεται από τη μυστική, εκστατική εμπειρία της θρησκευτικότητας, χωρίς να ενδίδει στη «σκοτεινή» θεολογική γλώσσα ή την αναζωπύρωση του θρησκευτικού δογματισμού. Μέσα από την αιρετική οπωσδήποτε αυτή στάση, θα αναζητήσει τον επανακαθορισμό των ορίων της στη μεταπρωτοποριακή εποχή αλλά και τη διατύπωση μιας νέας δημιουργικής συνθήκης για την πανάρχαια τέχνη του χρωστήρα.
Επιμέλεια: Άννα Καφέτση
ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ
Επιμέλεια: Άννα Καφέτση
Κείμενα: Άννα Καφέτση, Βάλι Μαλούτζι, Δρ. Eυάγγελος Βενέτης
ISBN: 978-960-8349-42-1
Αριθμός σελίδων: 119
Γλώσσα: Ελληνικά / Αγγλικά
Διαστάσεις: 30 x 24 εκ
Έτος έκδοσης: 2009
Διατίθεται προς πώληση: 20 €
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ:
“Phénoménologie du visage: remontée nécessaire à Dieu,
qui permettra de reconnaître ou de refuser
la voix qui dans les religions positives
parle aux enfants ou à l’ enfance de chacun d’entre nous,
déjà lecteurs du Livre et interprétes de l’ Ecriture.”
Emmanuel Lévinas, Totalité et Infini (1)
«Το πράγμα που κρατάει το μυστικό του», γράφει ο Εμμανιουέλ Λεβινάς αναφερόμενος στην πρόσοψη ενός κτιρίου, «εκτίθεται κλεισμένο στη μνημειακότητα του και το μύθο του, όπου ακτινοβολεί εκθαμβωτικά, αλλά δεν παραδίδεται. Γητεύει με τη χάρη του, όπως η μαγεία, αλλά δεν αποκαλύπτεται […] Είναι πρόσωπο. Η αποκάλυψή του είναι λόγος» (2). Με φαινομενολογικούς όρους το πρόσωπο, «γλώσσα πριν από τις λέξεις», κατά τον Λεβινάς, συνιστά κεκαλυμμένη κλειστότητα του Εγώ που φανερώνεται μόνο μέσα από τη σχέση του με το Άλλο, ένα υπερβατικό άνοιγμα του είναι, η θέαση του οποίου υπερβαίνει την αισθητή πραγματικότητα της μορφής. Η φαινομενολογία του προσώπου, στην οποία αφιερώνονται πολλές από τις σελίδες του βιβλίου Oλότητα και άπειρο (1961), θα μπορούσε να ιδωθεί ως η κατεξοχήν φιλοσοφική αφετηρία της ζωγραφικής του Ιρανού καλλιτέχνη Υ.Ζ. Κάμι, -ο οποίος άλλωστε υπήρξε μαθητής του γάλλου Φαινομενολόγου-, στην προσπάθειά της να εκφράσει το αδιαπέραστο μυστήριο του ανθρώπου. Τη σιωπή αλλά και την υπέρβασή της.
Μπορεί σήμερα η ζωγραφική να προσεγγίσει μια πνευματική, υπερβατική κατάσταση, να οπτικοποιήσει το πέραν του ορατού, να μιλήσει για τα μη βλεπόμενα ή/και το όλως Άλλο; Αυτό είναι ένα πρωταρχικό ερώτημα που τίθεται στο έργο του Κάμι. Σε μια ιστορική περίοδο όπου η φιλοσοφία εγκαταλείπει το κατώφλι της μεταφυσικής, η ζωγραφική αποπειράται να το διασχίσει. Γοητεύεται από τη μυστική, εκστατική εμπειρία της θρησκευτικότητας, χωρίς να ενδίδει στη «σκοτεινή» θεολογική γλώσσα ή την αναζωπύρωση του θρησκευτικού δογματισμού. Μέσα από την αιρετική οπωσδήποτε αυτή στάση, θα αναζητήσει τον επανακαθορισμό των ορίων της στη μεταπρωτοποριακή εποχή αλλά και τη διατύπωση μιας νέας δημιουργικής συνθήκης για την πανάρχαια τέχνη του χρωστήρα. Μετακινεί τα όρια που της κληροδότησε ο φορμαλισμός, όσες φορές στράφηκε στη σύλληψη πνευματικών καταστάσεων, κυρίως μέσω της αφαίρεσης, για να τα μεταθέσει εκτός του εικαστικού πεδίου, αναζητώντας πνευματικές εμπνεύσεις και εμπειρίες σε ιερά κείμενα, μυστικές τελετουργίες, ποιητικές γραφές και σύμβολα των τριών μονοθεϊστικών θρησκειών. Ταυτόχρονα επιχειρεί μια νέα νοηματοδότηση και άρα «νομιμοποίηση» της ζωγραφικής εικόνας που, με την ανάπτυξη άλλων καλλιτεχνικών μορφών, ειδών και μέσων, βρέθηκε αποκλεισμένη από ένα συγκεκριμένο πολιτισμικό πλαίσιο.
Η προσωπογραφία προσφέρει στον Κάμι ένα προνομιακό τόπο υποδοχής του Άλλου, αποκάλυψης της ετερότητας. Το ιστορικό αυτό ζωγραφικό είδος καλλιεργεί ο καλλιτέχνης τις δύο τελευταίες δεκαετίες μέσα από συνεχείς επαναλήψεις που υπερβαίνουν την ίδια τη δημιουργική διαδικασία για να προσλάβουν ένα χαρακτήρα πνευματικής άσκησης και στοχασμού πάνω σε μια συγκεκριμένη υπαρξιακή κατάσταση, ανάλογο με αυτόν που υποβάλλουν οι αναφερόμενοι στις εκστατικές τεχνικές του δερβισικού σουφισμού κυκλικοί σχηματισμοί των Ατέρμονων Προσευχών. Πρόσωπα που έχουν συλληφθεί σε μετωπική ακινησία και εσωστρέφεια από το φωτογραφικό φακό του καλλιτέχνη προτού εγκλειστούν σε κατάσταση πένθους ή διαλογισμού στη μνημειακή ζωγραφική εικόνα, βλέπουν μπροστά χωρίς να μας κοιτάζουν, ή με τα μάτια κλειστά στρέφουν το βλέμμα μέσα τους, σ’ ένα είδος εσωτερικής αναχώρησης. Ανθρώπινα πρόσωπα οικεία και καθημερινά, δοσμένα με αληθοφάνεια στην ατομική μοναδικότητά τους, προβάλλουν σιωπηλά το κάλλος του φύλου και της ηλικίας τους, και ένα απροσπέλαστο υπαρξιακό βάθος μέσα από τα ίχνη του χρόνου, έχοντας παράλληλα ενδυθεί την αχρονικότητα των πορτρέτων του Φαγιούμ αλλά και την ιερότητα μιας οιονεί βυζαντινής αγιογραφίας. Αποκομμένα από τον εξωτερικό κόσμο και παραδομένα σε απόλυτη εσωτερική γαλήνη, χωρίς διαμεσολαβήσεις πραγματικού χώρου, αναδύονται, ως ξένες παρουσίες, ως μεταφορές ετερότητας, μέσα από τη διαφανή ζωγραφική επιφάνεια που συνδέει την κάθε ανθρώπινη μορφή με το μυστικό της. Με την αθέατη εκείνη όψη που την διαπερνά, υπερβαίνοντας τα όριά της και τα όρια του πίνακα.
Η προσωπογραφία, με τη διπλή της ενδοκοσμική και υπερβατική, οραματική διάσταση, καθίσταται ενδιαίτημα του εαυτού και συγχρόνως πύλη εξόδου απ’ αυτόν. Τα σύνορα μεταξύ εγγύτητας και απόστασης συγχέονται και αίρονται εντελώς. Το άνοιγμα αναδεικνύεται ως η άλλη όψη της κλειστότητας. Η οικειότητα ενσωματώνει την «ξενοσύνη». Η προσωπογραφία διανοίγει έναν ενδιάμεσο χώρο συνεχούς περάσματος από το ορατό στο αόρατο, από το φανερό στο κρυμμένο, σε αναζήτηση της εσωτερικής γνώσης και επικοινωνίας με το επέκεινα. Είναι χώρος μεταβασιμότητας και μετάφρασης που καθιστά την εικαστική μεταφορά μιας προσωπικής και αδιαμεσολάβητης πνευματικής κατάστασης μια ανοιχτή δημιουργική διαδικασία. Η θέαση είναι αναπόσπαστο μέρος της. Υπό την έκσταση του υψηλού στοχασμού, το αναπαριστώμενο πρόσωπο που αντιστέκεται στη σιωπή αλλά παραμένει ανήκουστο και άρρητο, μας καλεί σε ομιλία. Ασκεί έλξη αλλά και τρομάζει. Μας ελέγχει και μας αμφισβητεί. Μέσα από τη δική μας ενδοσκόπηση, τις δικές μας εμπειρίες και προβολές, μας αποκαλύπτεται. Ο θεατής/Άλλος είναι συνδημιουργός. Η σχέση του με το αντικείμενο θέασης γεννά σημασίες, ερμηνείες και εικόνες. Είναι λόγος.
Άννα Καφέτση
1. Emmanuel Lévinas, Totalité et Infini, Essai sur l’ extériorité, (Εισαγωγή στη γερμανική έκδοση, Ιανουάριος 1987), Le Livre de Poche, Παρίσι, 2008, σ. ΙΙΙ
2. ό.π., σσ. 210-211 (μετάφραση: Άννα Καφέτση)