Στην έκθεση Ένα μέτρο ο Mιχάλης Μανουσάκης εμπνευσμένος από τον χώρο και τη συγχρονική του διάσταση δημιουργεί για πρώτη φορά μια εγκατάσταση in situ με σκηνοθετημένα από τον ίδιο παιχνίδια και αντικείμενα της προσωπικής του συλλογής, που άμεσα ή έμμεσα αφορούν στο παιδί και προέρχονται από την περίοδο της κρητικής πολιτείας, των βαλκανικών πολέμων, της μικρασιατικής καταστροφής, της δικτατορίας του Μεταξά, της κατοχής, καθώς και των δεκαετιών του 1950 και του 1960.
Στην υποβλητικά φωτισμένη αίθουσα με χρώματα που σημειολογικά παραπέμπουν στην παιδικότητα και τη νοσταλγία οι ακολουθίες των φωτογραφιών και των άλλων αρχειακών τεκμηρίων, συνοδευμένες από προσωπικά κείμενα του καλλιτέχνη ως παράλληλες αφηγήσεις που συμπληρώνουν ή ερμηνεύουν την εικόνα, έτσι όπως συνέχονται σε μια ενιαία εγκατάσταση, μεταβάλλονται από αμιγώς συλλεκτικά αντικείμενα ή ντοκουμέντα σε μια καλλιτεχνική αφήγηση, ανοιχτή σε ερμηνείες και αναγνώσεις.
Με σεβασμό στην ιστορική συνέχεια, αλλά και με ορατή τη μυθοπλαστική διάθεση, ο Μανουσάκης «μιλά» για την ιστορία, τον πόλεμο τις κοινωνικές και πολιτικές συνέπειες, την οικονομική εξαθλίωση και κυρίως την άβουλη συμμετοχή του παιδιού σε ένα παιχνίδι καταστάσεων και ρόλων που καθορίζεται από τους μεγάλους και την ίδια στιγμή, χωρίς να ονοματίζει ξεκάθαρα, υπαινίσσεται τους υπαίτιους, τους συνεργούς, τους δράστες των δεινών της ελληνικής ιστορίας. Η πρόθεση του καλλιτέχνη να διεισδύσει μέσω της ιστορίας στο σήμερα αποκαλύπτεται πλήρως μπροστά σε αυτούσια ντοκουμέντα ή αυτοσχέδιες συναρμογές, όπως οι παιδικοί κουμπαράδες, τα οποία ενώ διεγείρουν τρυφερές παιδικές μνήμες, παράλληλα προκαλούν συγκινησιακή φόρτιση, όταν συνδέονται νοερά με τα άδεια, από όνειρα και χρήματα, ταμεία της σημερινής εποχής.
Η εγκατάσταση του Μανουσάκη κορυφώνεται σε μια μεγάλη προθήκη που θυμίζει «κιβωτό» γεμάτη από ελληνικά, ευρωπαϊκά, αμερικάνικα και γιαπωνέζικα παιχνίδια της περιόδου 1897-1965, η οποία είναι κατασκευασμένη στο ύψος των παιδιών (ένα μέτρο). Παρότι οι πληροφορίες που αντλεί κανείς μπροστά σε αυτήν την ιδιάζουσα έκθεση παιχνιδιών για τη λαογραφία, την εθνολογία, την κοινωνιολογία κ.ά. είναι αδιαμφισβήτητες, ωστόσο η μη συστηματική ή ευρετηριασμένη παράθεση των παιχνιδιών στο τέλος της αφήγησης και κυρίως ο εγκλεισμός τους στην αποκαλούμενη από τον καλλιτέχνη κιβωτό επιβάλλουν διαφορετικές προσεγγίσεις. Κιβωτός διάσωσης ονείρων, κιβωτός ενεργοποίησης της χαμένης παιδικότητας, κραυγή σε μια εποχή κρίσης και αγριότητας, η κιβωτός του Μανουσάκη εγκαλεί σε όλους οικίες εμπειρίες και μνήμες από την ανιδιοτελή, την απολαυστική, τη γεμάτη ένταση και ορμή παιδική ηλικία και ταυτόχρονα προσκαλεί σε μια διαδικασία ενδοσκόπησης, επαναπροσδιορισμού και αντίστασης, αναγκαία συνθήκη επιβίωσης και ύστατη προσπάθεια διαφυγής από τη σύγχρονη αδιέξοδη πραγματικότητα.
Επιμέλεια:
Κλεάνθη – Χριστίνα Βαλκανά