Κώστας Τσόκλης, L’Αpparition (Το όραμα), 1959

7 + 7. ΑΠΟ ΤΙΣ ΣΥΛΛΟΓΕΣ ΤΟΥ ΕΜΣΤ

Μέγαρο Μουσικής Αθηνών

Υπό τον τίτλο 7+7 η παρούσα έκθεση με σημαντικά έργα δεκατεσσάρων καλλιτεχνών από τις συλλογές του Εθνικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης προτείνει μια ερμηνευτική προσέγγιση της σύγχρονης τέχνης μέσα από δύο διαδρομές. Στόχος της έκθεσης είναι να αναδείξει τη μετάθεση του καλλιτεχνικού κέντρου βάρους και κατ’ επέκταση της προσφερόμενης αισθητικής εμπειρίας από τις εικαστικές και πλαστικές αξίες του ύστερου μοντερνισμού (δεκαετία του ’60 και εξής), στον ιστορικο-κοινωνικό και διαπολιτισμικό προσανατολισμό μετα-φορμαλιστικών πρακτικών των τελευταίων δεκαετιών.

Στην πρώτη διαδρομή (Στήβεν Αντωνάκος, Νίκος Κεσσανλής, Χρόνης Μπότσογλου, Ρένα Παπασπύρου, Γιάννης Σπυρόπουλος, Κώστας Τσόκλης, Χρύσα), ζωγραφικοί πίνακες και γλυπτά που, εκτός από τις παραδοσιακές απεικονιστικές διαδικασίες, χρησιμοποιούν με τρόπο συνθετικό και δομημένο εξω-καλλιτεχνικά υλικά, ή φέρουν έντονα τα ίχνη της χειρονομιακής δράσης με επικολλήσεις, εκδορές, αλλεπάλληλες επικαλύψεις ή αποσβέσεις λεκτικών παλίμψηστων, αναδεικνύουν ως φορείς της εικαστικότητας και πλαστικότητας τις ίδιες τις φυσικές ιδιότητες και ποιότητες των έτοιμων αντικειμένων, και προβάλλουν τη χειρονομία ως εκφραστική αυταξία. Απελευθερωμένα από κάθε πρόθεση συμβατικού καλλιτεχνικού αποτελέσματος, τα έργα αυτά, διαφορετικά μεταξύ τους, συναντώνται και διασταυρώνονται στο βαθμό που προσφέρουν το ζωγραφικό και γλυπτικό πεδίο ως ποιητικούς τόπους του βλέμματος.

Στη δεύτερη διαδρομή (Κουτλούγκ Αταμάν, Μπιλ Βιόλα, Ίλια Καμπακόφ, Βλάσσης Κανιάρης, Τόμας Στρουθ, Γιώργος Χατζημιχάλης, Γιάννης Ψυχοπαίδης), εγκαταστάσεις, ζωγραφική, φωτογραφία και βιντεο-εγκαταστάσεις περνούν από την μοντερνιστική οπτικότητα και τις εσωτερικές σημάνσεις των καλλιτεχνικών μορφών, στην κοινωνιολογία του πραγματικού ή αντίθετα στην εννοιολογική μορφοποίηση της ιδέας του. Οι καλλιτέχνες με την αντικειμενική μαρτυρία τους παραπέμπουν στις κοινωνικο-οικονομικές συνθήκες και τον αντίκτυπό τους σε ατομικό, εθνικό ή γεωγραφικό επίπεδο, καθώς και στην ιστορική συλλογική μνήμη. Με τις άμεσες ή υπαινικτικές μυθολογικές, φιλοσοφικές και θρησκευτικές αναφορές σε διαφορετικούς πολιτισμούς αναδεικνύουν τον ανθρωπολογικό τους πλούτο και υποβάλλοντας μυσταγωγικά το θεατή ενεργοποιούν την πολιτισμική του γνώση και εμπειρία. Η διαφαινόμενη επιστροφή στην τοπιογραφία, θα μπορούσε να θεωρηθεί μια νοσταλγική αναγωγή στο εικαστικό παρελθόν, αν η χρήση μηχανικών μέσων, όπως η φωτογραφία ή το βίντεο, δεν αποτελούσε ταυτόχρονα και μια κριτική υπονόμευσή της.

Επιμέλεια: Άννα Καφέτση