Ο κύκλος των μεγάλων αναδρομικών που άνοιξε μετά την ιστορική έκθεση του 2005 Τα χρόνια της αμφισβήτησης: Η τέχνη του ’70 στην Ελλάδα, επιτρέπει μια πληρέστερη γνώση της σύγχρονης καλλιτεχνικής ιστορίας μας αλλά και μια συνεχή επανεξέταση μέσα από νέες προσεγγίσεις έργων και κριτικής. Το πλούσιο έργο του Χρόνη Μπότσογλου, ενός από τους πρωταγωνιστές του ύστερου μοντερνισμού και των μετέπειτα πραγματώσεών του στην Ελλάδα, προσφέρεται σήμερα σε μια κριτική θεώρηση που υπερβαίνει μονόπλευρες και περιχαρακωμένες απόψεις, που επί δεκαετίες ταλάνισαν καλλιτέχνες και κριτικούς. Αποδεικνύει ότι η σύγχρονη τέχνη, όσο και μια προσωπική διαδρομή, γνώρισαν και γνωρίζουν πολλές ταυτόχρονες γεννήσεις που δεν μπορούν να κατανοηθούν χωρίς αναγνώριση της διαφορετικότητας και ισοτιμίας τους. Στα Ψευτοδοκίμια ο ίδιος ο καλλιτέχνης θα περιγράψει αυτή τη διαδρομή με μια εύστοχη και παρατεταμένη μεταφορά: ως «στιγμές μετέωρες, ακίνητες, όλες ταυτόχρονες και φωτεινές σαν αστέρια απομονωμένα το ένα από τ’ άλλο στο σκοτάδι του παρελθόντος».
Η ζωγραφική του ήταν πάντα από την άλλη μεριά… Ανθρωποκεντρική και ρεαλιστική, σε μια περίοδο μορφολογικών πειραματισμών και εννοιολογικών αναζητήσεων, επιστρέφει στο πραγματικό και στην κοινωνικοπολιτική του διάσταση για να αναδείξει μέσα από μια κριτική ρητορική της εικόνας όψεις ωμότητας, βίας και κυνισμού. Μέσα από πυκνές ημερολογιακές εγγραφές και αναρίθμητες προσωπογραφίες απογυμνώνει το σώμα, κατέρχεται στα βάθη της ανθρώπινης ύπαρξης χωρίς εξωραϊσμούς, με αντικειμενικότητα και αποστασιοποίηση, αυτοσαρκασμό και μελαγχολία, με απέραντη τρυφερότητα. Η ζωγραφική του σώματος βιογραφεί το θάνατο. Μιλάει για την υπαρξιακή συνθήκη της μοναξιάς μέσα από τη σχέση με τον εαυτό και τους άλλους, μέσα από την ερωτική σχέση. Αντλεί στοιχεία από το παρελθόν της, ενσωματώνει στο δικό της πεδίο πρακτικές και τεχνικές της γλυπτικής, της χαρακτικής, της φωτογραφίας. Μεταφράζει δάνεια στη δική της γλώσσα χωρίς ενοχές και προκαταλήψεις, ακυρώνοντας κάθε συγκριτική θεώρηση και την αναπόφευκτη επιδρασιολογική εκτροπή της.
Στα χρόνια της ωριμότητας μας αποκαλύπτεται ως συνομιλία του ζωγράφου με τους δασκάλους, με τους «Πατέρες» θα γράψει ο Γιώργος Βέλτσος. Συνομιλία με τους νεκρούς. Με ένα αντιηρωικό πνεύμα στη Νέκυια και τη δική του εικαστική κάθοδο στον Άδη, με μια σπαρακτική επίκληση οικείων ειδώλων στα πορτρέτα του Γιαννούλη Χαλεπά και του Αλμπέρτο Τζιακομέτι, του Βίνσεντ Βαν Γκογκ και του Γιώργου Μπουζιάνη, του Φράνσις Μπέικον. Επίκληση στο μύθο της ασκητικής «σαλότητας», της καταραμένης δημιουργίας ποιητών και καλλιτεχνών, και εν τέλει στο προσωπικό σύμπαν του ίδιου του δημιουργού, στις ταυτίσεις και τις σκιές του.
Επιμέλεια: Τίνα Πανδή
ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ
Επιμέλεια: Τίνα Πανδή
Κείμενα: Γιώργος Βέλτσος, Αντρέας Ιωαννίδης, Χριστόφορος Μαρίνος, Τίνα Πανδή, Μάρθα Χριστοφόγλου
ΙSBN: 978-960-8349-46-9
Αριθμός σελίδων: 352
Γλώσσα: Ελληνικά / Αγγλικά
Διαστάσεις: 30 x 24 εκ
Έτος έκδοσης: 2010
Διατίθεται προς πώληση: 30 €
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ:
[…] «Ένας άνθρωπος βάζει σκοπό της ζωής του να ζωγραφίσει τον κόσμο. Χρόνια ολόκληρα γεμίζει μια επιφάνεια με εικόνες από επαρχίες, βασίλεια, βουνά, κόλπους, καράβια, νησιά, ψάρια, σπίτια, εργαλεία, άστρα, άλογα κι ανθρώπους. Λίγο πριν πεθάνει, ανακαλύπτει ότι αυτός ο υπομονετικός λαβύρινθος των γραμμών σχηματίζει την εικόνα του προσώπου του.»
Χόρχε Λούις Μπόρχες, O Ποιητής
Κανένα απόσπασμα δεν θα αποτελούσε ίσως καταλληλότερη εισαγωγή για το έργο του Χρόνη Μπότσογλου, από αυτό που διατυπώνεται από τον Χόρχε Λούις Μπόρχες το 1960 στον επίλογο του Ποιητή. Αντιστρέφοντας αυτήν την «φαεινότερη αλληγορία για την ουσία της καλλιτεχνικής δημιουργίας», θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε ότι οι εικόνες σωμάτων και προσώπων που ζωγραφίζει ο Χρόνης Μπότσογλου για περισσότερες από πέντε δεκαετίες -από τη δεκαετία του ’50 μέχρι και σήμερα -οι οποίες εντάχθηκαν και συνδιαλλάχθηκαν με διαφορετικά κοινωνικά και πολιτισμικά συμφραζόμενα-, αποκαλύπτουν και συμπυκνώνουν ολόκληρο το σύμπαν του δημιουργού, την προσωπική περιπέτεια του στη ζωή και την τέχνη, τις εικόνες από επαρχίες, βασίλεια, βουνά, κόλπους, καράβια, νησιά, ψάρια, σπίτια, εργαλεία, άστρα, άλογα, ανθρώπους, που γνώρισε και συνάντησε. Το έργο του Μπότσογλου, που αναπτύχθηκε στην μεταπολεμική ελληνική καλλιτεχνική πραγματικότητα από τη δεκαετία του ’60 και μετά, θέτει το πρόβλημα της αναπαράστασης της ανθρώπινης μορφής, σε μια εποχή που χαρακτηρίστηκε από την κυριαρχία της διαδικασίας και της χειρονομίας, την ανάδυση της σωματικής τέχνης και δράσεων. Το δισδιάστατο τελάρο αποτέλεσε για τον ζωγράφο ένα γόνιμο πεδίο πειραματισμού και διερεύνησης των ορίων μιας ζωγραφικής επικεντρωμένης στο ανθρώπινο σώμα, και ανίχνευσης της σχέσης της με την αναπαραστατική λειτουργία, την κοινωνική και πολιτική πραγματικότητα καθώς και την έννοια μιας ανοιχτής αφηγηματικότητας.
Η καλλιτεχνική δραστηριότητα του Μπότσογλου σημαίνεται από τη συνεχή και σταθερή αναζήτηση πάνω στην ανθρώπινη μορφή και ιδιαίτερα το γυμνό σώμα. Η υπαρξιακή διάσταση της ζωγραφικής του εκκινεί από τον αυτοβιογραφικό και συχνά ημερολογιακό χαρακτήρα των απεικονιζόμενων θεμάτων, εδράζεται κυρίως όμως στη βιωματική σχέση που αναπτύσσει ο καλλιτέχνης με την ίδια τη δημιουργική διαδικασία. Όπως παρατηρεί η Μάρθα Χριστοφόγλου στο έργο του καλλιτέχνη «Η ενδοσκόπηση του εαυτού του […] δείχνει ότι πρόκειται μάλλον για ενδοσκόπηση της ίδιας της ζωγραφικής». Η ζωγραφική του Μπότσογλου είναι μια «οντολογική» ζωγραφική, που αναστοχάζεται πάνω στις συνθήκες ύπαρξής της και αναδιπλώνεται γύρω από την ίδια την ιστορία της. Ο δημιουργός καταδύεται σε μια επίπονη διαδικασία ανακάλυψης και εικαστικής μορφοποίησης της σωματικής σχέσης του με την πραγματικότητα και τον κόσμο. Ο Μπότσογλου προτείνει μια σωματοποιημένη ζωγραφική με απτικό χαρακτήρα, που συνδέεται με μια αισθητηριακή απεικόνιση της ανθρώπινης κατάστασης, επισημαίνοντας ότι για αυτόν «Η ζωγραφική είναι η τέχνη της αφής δια της οράσεως, αισθαντικά και όχι θεματικά». Το σώμα, το «φτωχό σαρκίο» του ζωγράφου, υπήρξε η κατεξοχήν συνθήκη μέσα από την οποία ο ίδιος βίωσε, δοκιμάστηκε και αφηγήθηκε την ανθρώπινη πραγματικότητα, και ιδιαίτερα τη σχέση εαυτού και άλλου.
Εμμένοντας στην προαναφερθείσα μπορχική αλληγορία, όπως αυτή αναλύεται από τον Αχιλλέα Κυριακίδη, θα μπορούσαμε να χρησιμοποιήσουμε τη λαβυρινθώδη δομή, για να αναφερθούμε στη θεματολογία, με την οποία καταπιάστηκε ο Μπότσογλου καθ’όλη τη διάρκεια της καλλιτεχνικής του διαδρομής: «Η θεματολογία του […] εκτείνεται καθέτως, όχι οριζοντίως. Η τεχνοτροπία είναι δαιδαλική: μικροί ή μεγάλοι επάλληλοι λαβύρινθοι που διαφέρουν μεν στις διακλαδώσεις, στις παγίδες, αλλά είναι ομόκεντροι. Οι εμπνεύσεις του δημιουργού μπορούν να γεννήσουν, αναπτυσσόμενες εις βάθος, έναν άπειρο αριθμό ιστοριών, ακριβώς όπως ο λαβύρινθος, για τον παγιδευμένο στα έγκατα του, δείχνει να παραλλάσσει επ’ άπειρον το ίδιο στην ουσία θέμα, την ίδια αίθουσα. Μα τι άλλο είναι ο λαβύρινθος αν όχι ένα σύστημα λίγο-πολύ αυθαίρετων παραλλαγών πάνω σ’ένα θέμα-κέντρο που ο εμπνευστής του το γνωρίζει πεπερασμένο κι ο ναυαγός στους άπειρους διαδρόμους του το θεωρεί άπειρο;»
Στο πληθωρικό σώμα έργων του, τα οποία λαμβάνουν συχνά το χαρακτήρα της σπουδής, ο Μπότσογλου διατυπώνει ορισμένες από τις δυνάμει άπειρες εκδοχές μιας θεματικής που επεξεργάζεται, για να καταλήξει να δηλώνει ότι ουσιαστικά καθ’ όλη τη ζωή του δεν έκανε παρά ένα έργο. Ωστόσο, τα έργα του συγκροτούνται αναμφισβήτητα σε ενότητες που αποτυπώνουν διερευνήσεις, διατυπώσεις μιας ιδέας και τις απόπειρες εμβάθυνσης της. Οι ενότητες αυτές δεν διαδέχονται η μια την άλλη χρονολογικά, συγκροτώντας κλειστά περιχαρακωμένα σχήματα, αλλά σε πολλές περιπτώσεις αλληλοσυμπλέκονται ανά δεκαετίες και εξελίσσονται παράλληλα. Η δεκαετία του ’80 λ.χ. σημαίνεται από τη δημιουργία των Λιοτριβιών (1978-1986), την Εικόνα του σώματος (1979-1992), τις Σελίδες ημερολογίου (1980-1990), την αρχή των Ερωτικών (1986-), η δεκαετία του ’90 από την Εικόνα του Σώματος, τη Νέκυια (1993-2000), τη Σπουδή στη μοναξιά (1997), Τα Επαγγέλματα (1989-1992), ενώ από το 2000 και μετά αναπτύσσονται, μεταξύ άλλων, οι ενότητες Αντίο Ατελιέ (2001), Αναφορές (2002-2009). Όπως θα καταδειχθεί και στη συνέχεια, οι θεματικές, εκφραστικές, νοηματικές μεταλλαγές συνοδεύονται από μετατοπίσεις του υλικού και του χειρισμού του, καθώς κάθε διαφορετική ιδέα και πεδίο εννοιών υπαγορεύουν στον καλλιτέχνη νέες πλαστικές λύσεις και διαφορετικούς τρόπους επεξεργασίας του υλικού. Ο Μπότσογλου υιοθέτησε μια ζωγραφική αντίληψη, που κυριάρχησε σε όλες τις εκφάνσεις του βίου του, καθοδηγούμενος από τη γοητεία που του άσκησε η ζωγραφική διαδικασία, ήδη από πολύ νεαρή ηλικία. Η ζωγραφική υπήρξε για αυτόν το μέσο με το οποίο κατανόησε και τοποθετήθηκε στον κόσμο. Ο ίδιος, στο αυτοβιογραφικό βιβλίο Το Χρώμα της σπουδής, που εκδίδεται το 2005, εξομολογείται ότι «μέσα από την τέχνη εντέλει έμαθα να ζω τον κόσμο. Σήμερα μπορώ να το ομολογήσω, είναι τρόπος ζωής η τέχνη, έτσι πορεύτηκα και είμαι «πάτσι με τη ζωή», όπως λέει ο Μαγιακόφσκι. […]
Τίνα Πανδή
ΧΟΡΗΓΟΣ
Με την ευγενική υποστήριξη